- έμπυον
- το гной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔμπυον — ἔμπυος suffering from an abscess masc/fem acc sg ἔμπυος suffering from an abscess neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυος — α ο (AM ἔμπυος, ον) 1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος («έμπυον τραύμα») 2. αυτός που προκαλεί πύον 3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο το πύον … Dictionary of Greek